Εξέταση Φωτοτυπικών Αντιγράφων
Στην πορεία διεξαγωγής γραφολογικής έρευνας υπάρχει η πιθανότητα να χρειαστεί να εξεταστεί ένα έγγραφο σε φωτοτυπικό (ή ηλεκτρονικό) αντίγραφο. Το αντίγραφο ως έγγραφο χάνει πολλά από τα χαρακτηριστικά της γραφής, και δυσκολεύει την εξακρίβωση της γνησιότητας ή της πλαστότητάς του. Η διαδικασία αναπαραγωγής ενός εγγράφου, περιλαμβάνει δύο διαδικασίες α. την «ανάγνωση» του εγγράφου από το μηχάνημα αναπαραγωγής και β. την αναπαραγωγή του εγγράφου. Και οι δύο αυτές διαδικασίες έχουν σφάλματα και δεν αποδίδουν όλα τα χαρακτηριστικά του εγγράφου που αναπαράγεται.
Η φωτοτυπία, ανάλογα με την διακριτική ικανότητα του φωτοτυπικού μηχανήματος που δημιουργεί το αντίγραφο, καθώς επίσης και την γενιά του αντιγράφου (αντίγραφο 1ης γενιάς: αντίγραφο από το πρωτότυπο, αντίγραφο 2ης γενιάς : αντίγραφο από το αντίγραφο της 1ης γενιάς κοκ.) αλλοιώνει πολλά από τα χαρακτηριστικά της γραφής.
Περεταίρω, εξετάζοντας ένα φωτοτυπικό αντίγραφο αντί για το πρωτότυπο έγγραφο, δεν υπάρχει η δυνατότητα να πραγματοποιηθεί εξέταση με την Ηλεκτροστατική Συσκευή Ανίχνευσης (ESDA), με χρήση υπέρυθρου και υπεριώδους φωτός, και η μικροσκοπική εξέταση παράγει περιορισμένα αποτελέσματα. Κατόπιν αυτών υπάρχουν πληθώρα χαρακτηριστικών πλαστότητας που «κρύβονται»μέσα σε ένα φωτοτυπικό αντίγραφο. Σε περιπτώσεις φωτομεταφοράς ή κολάζ, όπου η μέθοδος που ακολουθήθηκε ήταν ατελής, υπάρχει η πιθανότητα να εντοπιστούν στοιχεία πλαστότητας. Ωστόσο η απουσία τέτοιων στοιχείων πλαστότητας δεν συνιστά τη γνησιότητα του φωτοαντίγραφου. Με τα σύγχρονα διαθέσιμα μέσα ψηφιακής επεξεργασίας, είναι πολύ εύκολο ένας πλαστογράφος να κατασκευάσει ένα έγγραφο, παρουσιαζόμενο ως αντίγραφο ενός μη υπαρκτού αυθεντικού εγγράφου, που οπτικά δεν παρουσιάζει στοιχεία πλαστότητας.
|